top of page

ΕΡΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ

Είναι η επιστήμη και τo επάγγελμα υγείας που ασχολείται με την προαγωγή της λειτουργικότητας του ατόμου. Αντικείμενό της είναι η παροχή εξειδικευμένης βοήθειας στο άτομο προκειμένου να αναπτύξει, να διατηρήσει ή να επανακτήσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό δεξιότητες απαραίτητες στην καθημερινότητά του. Πιο συγκεκριμένα, η εργοθεραπευτική παρέμβαση αφορά:

  • στις λεγόμενες Δεξιότητες Καθημερινής Ζωής ή ΔΚΖ (τουαλέτα, περιποίηση εαυτού και σώματος, ντύσιμο-γδύσιμο, σίτιση, ύπνος, ασφάλεια)

  • στην αδρή κινητικότητα (στήριξη και στάση σώματος, βάδιση, ισορροπία)

  • στη λεπτή κινητικότητα (ικανότητα χρήσης των χεριών σε λεπτές κινήσεις και δραστηριότητες

  • στο συντονισμό των κινήσεων

  • στο γνωστικό τομέα (οπτική κι ακουστική αντίληψη, κατανόηση και εσωτερίκευση των εννοιών που μας περιβάλλουν, μνήμη, συγκέντρωση, χωροχρονικός προσανατολισμός)

  • στην επικοινωνία και τις κοινωνικές δεξιότητες (βλεμματική επαφή, τήρηση κανόνων επικοινωνίας, επικοινωνιακή προσαρμοστικότητα)

εργοθεραπευτής με ένα παιδί κατά τη διάρκεια της θεραπείας

Ο εργοθεραπευτής, αφού αξιολογήσει τη δυσκολία του ατόμου, επικεντρώνεται στους τομείς και τις δεξιότητες εκείνες όπου παρατηρείται έλλειμμα και οργανώνει το πρόγραμμα αποκατάστασης, το οποίο αναπροσαρμόζεται βάσει της προόδου. Για την αποτελεσματικότερη πορεία και έκβαση του θεραπευτικού προγράμματος, λειτουργεί σε συνεργασία με άλλες ειδικότητες, τους γονείς, τον/την εκπαιδευτικό και όποιον εμπλέκεται στη φροντίδα του ατόμου.

Ένα παιδί ενδέχεται να χρειάζεται πρόγραμμα εργοθεραπείας, όταν:

  • καθυστερεί στην ανάπτυξη του λόγου του σε σχέση με συνομήλικα παιδιά

  • ο λόγος του παραμένει στάσιμος ή παρουσιάζει ενδείξεις ότι επιδεινώνεται

  • σταματήσει ξαφνικά να μιλάει

  • έχει δυσκολία στην άρθρωση/δε μιλάει καθαρά

  • κατά την ομιλία κάνει συγκεκριμένα φωνολογικά λάθη (δεν προφέρει όλους τους συμφωνικούς ήχους μετά την ηλικία των 5 ετών - πλην του ρ, που αναμένεται τότε)

  • έχει δυσκολίες στη ροή του λόγου του (π.χ. μιλάει αργά ή γρήγορα) ή τραυλίζει

  • δυσκολεύεται να κατανοήσει τί του λέμε

  • ο λόγος του δε γίνεται πάντα κατανοητός (δυσκολεύεται να ξεκινήσει μία πρόταση, επαναλαμβάνει λέξεις, χρησιμοποιεί μικρές και όχι σωστά οργανωμένες προτάσεις)

  • αδυνατεί να οργανώσει σωστά το λόγο του (π.χ. δεν μπορεί να αφηγηθεί απλά και πρόσφατα γεγονότα - μετά την ηλικία των 4 ετών)

  • έχει γλωσσικές δυσκολίες λόγω δυσκολιών ακοής

  • δυσκολεύεται στη μάσηση και την κατάποση

  • έχει λαγόχειλο ή λυκόστομα

  • έχει διάγνωση διάχυτης αναπτυξιακής διαταραχής

  • έχει διαγνωσθεί με σύνδρομο που σχετίζεται με αναπτυξιακή καθυστέρηση

  • έχει νοητική υστέρηση

  • έχει υποστεί σοβαρό τραυματισμό (τροχαίο ατύχημα) ή εγκεφαλικό επεισόδιο

bottom of page